- παρανομεῖν
- παρανομέωtransgress the lawpres inf act (attic epic doric)παρανομέωtransgress the lawpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
беззаконьствовати — БЕЗЗАКОНЬСТВ|ОВАТИ (18), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. То же, что беззаконьновати: проповѣдаѥть безаконьствовавъша ц(с)рѩ... ѡбличѩѥть сего (παρανομήσαντα) ЖФСт XII, 66 об.; аще не въздьржатьсѩ да жен˫атьсѩ рече. и жен˫ащеисѩ да небезаконе безаконьствоують.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
παρανομώ — έω, ΝΜΑ [παράνομος] ενεργώ αντίθετα με τους νόμους, παραβαίνω, παραβιάζω το δίκαιο («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῡντα τε καὶ ἀδικοῡντα», Πλάτ.) αρχ. 1. διαπράττω έγκλημα ή ύβρη («παρανομεῑν εἰς τὸ μαντεῑον», Διόδ.) 2. παθ.… … Dictionary of Greek